-
1 συν-απο-σβέννῡμι
συν-απο-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.
1 συν-απο-σβέννῡμι
συν-απο-σβέννῡμι (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.